τρομαλεόφωνος

τρομαλεόφωνος
τρομαλεόφωνος
with trembling voice
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρομαλεόφωνος — ον, Α αυτός που έχει φωνή η οποία προξενεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομαλέος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό φωνος]. τρομάμενος, η, ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής μτχ. τρεμάμενος, κατ επίδραση τού… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”